- υποστεγάζω
- μετ.1) ставить под крышу; покрывать крышей; 2) перен. защищать, брать под свою защиту; укрывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποστεγάζω — ὑποστεγάζω ΝΑ [στεγάζω] θέτω κάτι κάτω από στέγη, στεγάζω αρχ. μτφ. υποστηρίζω … Dictionary of Greek
γκαράζ — και γκαράζι, το 1. ειδικός χώρος για να σταθμεύουν αυτοκίνητα 2. εργαστήριο επισκευής και συντηρήσεως αυτοκινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garage < garer «βάζω σε σταθμό, υποστεγάζω»] … Dictionary of Greek
υποστέγασμα — άσματος, το / ὑποστέγασμα, ΝΑ [ὑποστεγάζω] νεοελλ. υπόστεγο αρχ. υπόστρωμα … Dictionary of Greek
υποστέγω — Α υποστεγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στέγω «στεγάζω»] … Dictionary of Greek